εὐολίσθητος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον,
A easily slipping, unsteady, Iamb. Protr.21.κ.
German (Pape)
[Seite 1085] = Folgdm, καὶ εὐανάτρεπτος, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
εὐολίσθητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰαμβλ. Προτρ. 352.