ἐφθαρμένως
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
Adv. pf. Pass., (φθείρω)
A corrupily, Theol.Ar.43.
German (Pape)
[Seite 1118] verderbt, Theol. arithm. p. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφθαρμένως: Ἐπίρρ. Παθ. πρκμ., τοῦ φθείρω, Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 43.