ἐχθρικός
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
ή, όν,
A hostile, interpol. in Hermog.Id.1.8, cf. Astramps. Onir.1.
German (Pape)
[Seite 1125] vom Feinde, feindlich, Suid. v. ἄνθρακες.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐχθρικῶν δὲ καὶ πολεμίων Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 239. 18· ἄνθραξι βαίνειν ἐχθρικὴν δηλοῖ βλάβην Ἀστραμψύχου Ὀνειροκρ. 1.