θέτης

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέτης Medium diacritics: θέτης Low diacritics: θέτης Capitals: ΘΕΤΗΣ
Transliteration A: thétēs Transliteration B: thetēs Transliteration C: thetis Beta Code: qe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (τίθημι)

   A one who places, ὀνομάτων θ. name-giver, Pl. Cra.389d.    II mortgagor, χωρίων Is.10.24.    III adoptive father of a child, Did. ap. Harp.

German (Pape)

[Seite 1204] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει κύριος εἶναι ὀνομάτων θέτης, Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.

Greek (Liddell-Scott)

θέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) ὁ τιθείς, θ. ὀνόματος, ὁ δίδων ὄνομα, ὀνομάζων, Πλάτ. Κρατ. 389 Ε. ΙΙ. ὁ καταθέτων παρακαταθήκην ἢ ἐγγύησιν, Ἰσαῖ. 82. 18˙ πρβλ. θέσις ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ θετὸς πατὴρ παιδίου, Φώτ., Ἁρποκρ.˙ πρβλ. θέσις ΙΙΙ.