ἰβηρίς
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A pepperwort, Lepidium graminifolium, Damocr. ap. Gal.13.350; = λεπίδιον, Aët. ap. Ps.-Dsc.2.174. (Prob. from its place of growth.)
German (Pape)
[Seite 1235] ίδος, ἡ, eine Art Kresse, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰβηρίς: -ίδος, ἡ, λεπίδιον, Δαμοκράτης παρὰ Γαλην. 13. σ. 635, Διοσκ. 2. 205. (Ἐκ τοῦ τόπου ἐν ᾧ φύεται ἔλαβε τὸ ὄνομα).