ἰσχυροπράγμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A doing mighty deeds, Paul.Al.O.1; gloss on ὀβριμοεργός, Sch.D Il.5.403.
German (Pape)
[Seite 1273] ονος, starke, muthige Thaten verrichtend, Erkl. von ὀβριμοεργός, Schol. Il. 5, 403.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχυροπράγμων: -ον, ὁ ἰσχυρά, μεγάλα ἔργα πράττων, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ ὀβριμοεργός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 403, Παῦλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ. 53, 8.