κατοκώχιμος

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

η, ον,

   A held in possession, held as a pledge, [χωρίον] Is.2.28 (vulg. κατόχιμον) ; τὸ κ. Hsch.    2 capable of being possessed by a feeling or passion, ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol.1342a8; ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN1179b9; τῷ πάθει possessed, Id.HA572a32; inclined, πρός τι Id.Pol.1269b30: abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).

Greek (Liddell-Scott)

κατοκώχιμος: -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς ἐγγύησις, χωρίον Ἰσαῖ. 2. 35 (ἔνθα κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. ἐνέχυρον» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ πάθος, ἁλωτός, ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, ἐπιρρεπής, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., μανιώδης, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς κατόχιμος)·- ἴδε ἐν λέξ. κατοκωχή.

French (Bailly abrégé)

att. c. κατακώχιμος.