κερατόφωνος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ον,
A sounding with the horn, of the μάγαδις struck by the plectrum, Telest.4.
German (Pape)
[Seite 1422] wie ein Horn tönend, κλαγγά, der Schall des Hornes, Telest. Ath. XIV, 637 a.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτόφωνος: -ον, πέμπων φωνὴν κερατίνης σάλπιγγος, περὶ τῆς μαγάδιδος κρουομένης διὰ τοῦ πλήκτρου (;), Τελέστ. 5.