λάγειος
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A = λαγῷος, λ. κρέα Hp.Aff.43, Orib.3.3.6; κρέας λάγειον Sor.1.51. (From Ion. λαγός = λαγώς.)
German (Pape)
[Seite 3] vom Hafen, λαγώς, VLL., bes. κρέας.
Greek (Liddell-Scott)
λάγειος: [ᾰ], -ον, ὡσαύτως α, ον, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ λαγῷος, λ. κρέα Ὀρειβ. ἐν Συλλ. Ἰατρ. 3. 3.