μεγαλοπραγμοσύνη

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A disposition to do great things, magnificence, Plu.Alc.6, etc.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, Neigung, Geschick zu großen Thaten, Plut. Alc. 38, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, ἡ πρὸς μεγαλουργίαν διάθεσις, μεγαλοπρέπεια, Πλουτ. Ἀλκ. 6, κτλ.· ― μεγαλοπράγμων, ον, ὁ διατεθειμένος νὰ πράξῃ μεγάλα ἔργα, ὁ σχηματίζων μεγάλα σχέδια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 36, Πλουτ. Ἀγησ. 32.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
penchant à faire de grandes choses.
Étymologie: μεγαλοπράγμων.