μεγαλοπράγμων
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
μεγαλοπράγμον, gen. ονος, disposed to do great deeds, forming great designs, X.HG5.2.36, Plu.Ages. 32.
German (Pape)
[Seite 107] ον, große Taten tuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui entreprend de grandes choses.
Étymologie: μέγας, πρᾶγμα.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοπράγμων: 2, gen. ονος склонный к широким начинаниям, замышляющий большие дела Xen., Plut.
Greek Monolingual
-ον (Α μεγαλοπράγμων, -ον)
αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυπράγμων].
Greek Monotonic
μεγᾰλοπράγμων: -ον (πράσσω), αυτός που διατίθεται να πράξει σπουδαία πράγματα, μεγαλόπνοα σχέδια, σε Ξεν.
Middle Liddell
μεγᾰλο-πράγμων, ον, πράσσω
disposed to do great deeds, forming great designs, Xen.