σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
[Seite 136] = μεσόγεως, Scymn. 363.
μεσαίγεως: -ων, γεν. -ω, = μεσόγεως, Σκύμν. 363.