μέστακα
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
τὴν μεμασημένην τροφήν, Hsch.; cf. μάσταξ.
Greek (Liddell-Scott)
μέστακα: (Αἰολικ.) «τὴν μεμασημένην τροφὴν» Ἡσύχ.