μονοσίδηρος

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

German (Pape)

[Seite 205] aus bloßem Eisen, nur Conj., Ar. Equ. 1046.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσίδηρος: [ῐ], -ον, μόνον ἐκ σιδήρου πεποιημένος· ἴσως οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1046· πρβλ. μονόξυλος.