Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
[Seite 233] τό, dim. zu ναύτης, Greg. Naz.
ναυταρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ναύτης, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, σ. 14 Α.