Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
μυκώδης: -ες, μυξώδης, ἕλκος μυκῶδες Ἐρωτιαν. σ. 156, ἔνθα μυκονοειδές.