νυκτερεύω

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

(νύκτερος)

   A pass the night, Id.Cyr.4.2.22 ; ν. ἀθλίως Timocl.16.1 ; of troops, bivouac, X.An.4.4.11 ; ἐν τοῖς ὅπλοις ν. ib.6.4.27 :—so in Med., pass a sleepless night, Timachid. ap. Ath.15.699e.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερεύω: (νύκτερος), διέρχομαι τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 22· νυκτερεύσας δ’ ἀθλίως Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4· ἐπὶ στρατιωτῶν, φυλάττω νυκτερινὴν φυλακήν, παραφυλάττω, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ν. ἐν ὅπλοις αὐτόθι 6. 4, 27· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 699D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νυκτερεύειν ἀγρυπνεῖν».

French (Bailly abrégé)

ao. ἐνυκτέρευσα;
1 dormir pendant la nuit;
2 passer la nuit en un lieu.
Étymologie: νύκτερος.