νυκτερεύω
Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...
English (LSJ)
(νύκτερος) pass the night, Id.Cyr.4.2.22; ν. ἀθλίως Timocl.16.1; of troops, bivouac, X.An.4.4.11; ἐν τοῖς ὅπλοις ν. ib.6.4.27:—so in Med., pass a sleepless night, Timachid. ap. Ath.15.699e.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνυκτέρευσα;
1 dormir pendant la nuit;
2 passer la nuit en un lieu.
Étymologie: νύκτερος.
German (Pape)
sich die Nacht aufhalten, wachen; ἐν οἰκίαις, Aesch. 1.75; Xen. Cyr. 4.2.22, An. 4.4.11 und Sp., wie Pol. 16.37.2.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερεύω: проводить ночь (преимущ. без сна), ночевать (ἐν οἰκίαις Aesch.; ἐν ὅπλοις Xen.; περὶ τὸν τάφον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερεύω: (νύκτερος), διέρχομαι τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 22· νυκτερεύσας δ’ ἀθλίως Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4· ἐπὶ στρατιωτῶν, φυλάττω νυκτερινὴν φυλακήν, παραφυλάττω, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ν. ἐν ὅπλοις αὐτόθι 6. 4, 27· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 699D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νυκτερεύειν ἀγρυπνεῖν».
Greek Monolingual
(ΑΜ νυκτερεύω)
βλ. νυχτερευω.
Greek Monotonic
νυκτερεύω: (νύκτερος), μέλ. -σω, περνώ όλη τη διάρκεια της νύχτας, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, είμαι σε επιφυλακή τη νύχτα, βρίσκομαι σε νυχτερινή σκοπιά, στον ίδ.
Middle Liddell
νύκτερος
to pass the night, Xen.: of soldiers, to keep watch by night, bivouac, Xen.