ὀρνεοσκόπος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον,
A = ὀρνιθοσκόπος, Vett.Val.4.14, Sch.D Il.1.69, prob. l. in Paus.Dam. p.157 D.
German (Pape)
[Seite 382] = ὀρνιθοσκόπος, Schol. Il. 1, 69; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεοσκόπος: -ον, = ὀρνιθοσκόπος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 69.