νυκτώδης
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ες, contr. for νυκτοειδής, Eust.1951.57.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ νυκτοειδής, Εὐστ. 195. 75.