ὀμβρία

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ἡ,

   A rain, Sch.Ar.Nu.298.

German (Pape)

[Seite 329] ἡ, Regenwetter, bei Theophr. zw.; Schol. Ar. Nubb. 298. – Früher f. L, für ὀβρίαι Poll. 5, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρία: ἡ, ὄμβρος, βροχή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 298. ΙΙ. ὀμβρία, ἡ, = νοτία, λίθος τις τῶν τιμίων, Πλίνιος h. n. XXXVII, 65.

Greek Monolingual

ὀμβρία, ἡ (Α)
1. όμβρος, βροχή
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ουσιαστικό που έχει σχηματιστεί, πιθ., κατ' αποκοπή από το σύνθ. ανομβρία].