ὀμβρία

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμβρία Medium diacritics: ὀμβρία Low diacritics: ομβρία Capitals: ΟΜΒΡΙΑ
Transliteration A: ombría Transliteration B: ombria Transliteration C: omvria Beta Code: o)mbri/a

English (LSJ)

ἡ, rain, Sch.Ar.Nu.298.

German (Pape)

[Seite 329] ἡ, Regenwetter, bei Theophr. zw.; Schol. Ar. Nubb. 298. – Früher f. L, für ὀβρίαι Poll. 5, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρία: ἡ, ὄμβρος, βροχή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 298. ΙΙ. ὀμβρία, ἡ, = νοτία, λίθος τις τῶν τιμίων, Πλίνιος h. n. XXXVII, 65.

Greek Monolingual

ὀμβρία, ἡ (Α)
1. όμβρος, βροχή
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ουσιαστικό που έχει σχηματιστεί, πιθ., κατ' αποκοπή από το σύνθ. ανομβρία].

Greek Monolingual

η όμβρος
άφθονη βροχή.