ὁμοιοταχής
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ές,
A moving with equal velocity, Sch.Arat.19. Adv. -χῶς Arist.Mu.392a14 (v.l. ὁμοταχῶς).
German (Pape)
[Seite 336] ές, von gleicher Geschwindigkeit, Sp., Adv., ὁμοιοταχῶς κινεῖσθαί τινι, Arist. mund. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοτᾰχής: -ές, ὁ ἐξ ἴσου ἢ ὁμοίως ταχύς, Σχολ. εἰς Ἄρατ. 19. Ἐπίρρ. -χῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7.