παραγωγικός
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Greek (Liddell-Scott)
παραγωγικός: -ή, -όν, «τὸ εφελκυστικὸν ν ὠνομάσθη ὑπό νεωτέρων τινῶν γραμματικῶν παραγωγικὸν» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 267.