πάτημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is trodden : refuse, Gp.20.46.2 : metaph., of persons, LXXEz.34.19, cf.4 Ki.19.26. II being trodden on, Aret.SD2.12.
German (Pape)
[Seite 534] τό, was zertreten oder getreten wird, Sp.; auch ein verachteter, beschimpfter Mensch.
Greek (Liddell-Scott)
πάτημα: τό, τὸ κοινῶς καλούμενον «ἀποστραγγίδι», Γεωπ. 20. 46, 2· - τὰ πρόβατά μου τὸ πάτημα τῶν ποδῶν ὑμῶν ἐνέμοντο, ἐπὶ πεπατημένης νομῆς, Ἑβδ. (Ἱεζεκιὴλ ΛΔ΄, 19). ΙΙ. τὸ καταπατεῖσθαι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12.