περίβλημα
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
ατος, τό,
A garment, Arist.Pr.870a27, LXXNu.31.20, Democr.Eph.1 ; as name of a particular garment, PCair.Zen.92.2 (iii B.C.); = Lat. palla, Gloss.; τὰ ἐν Διονύσου π. actors' robes, Max.Tyr.7.10; π. σαρκῶν Ph.1.281 ; of a membrane, Gal.UP7.3. II = περίβολος 11.2, Ph.2.148; enceinte, fortification, Pl.Plt. 288b.
German (Pape)
[Seite 570] τό, Alles, was man umwirft, Umhüllung, Bedeckung; Plat. Polit. 288 b; περσικά, Ath. XII, 525 d.
Greek (Liddell-Scott)
περίβλημα: τό, ὃ περιβάλλεταί τις, ὡς τὸ περιβόλαιον (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 288Β, πρβλ. Δημόκριτ. Ἐφέσιον παρ’ Ἀθην. 525D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.