ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
[Seite 579] adv. part. perf. pass. von περικόπτω, abgekürzt (?).
περικεκομμένως: Ἐπίρρ., βραχέως, συντόμως, Λατ. concis, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 346D.