περιπλέγδην
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
Adv.
A closely entwined, Eratosth.27; π. ἔχειν τινά in close embrace, AP5.258 (Paul. Sil.), cf. 254.16 (Id.), Opp.H.2.376; of ivy, Luc.Am.12, etc.
German (Pape)
[Seite 587] adv., umwickelt, umwunden; Luc. Amor. 12; Opp. Hal. 2, 376 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλέγδην: Ἐπίρρ., περιπεπλεγμένως, ἀγκαλιαστά, π. ἔχειν τινά, στενῶς ἐνηγκαλισμένον, Ἀνθ. Π. 5. 259, πρβλ. 255, Ὀππ. Ἁλ. 2. 376· ἐπὶ τοῦ κισσοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 12, κτλ.