πηνῖτις
From LSJ
τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A the weaver, i. e. Athena, Ael.NA6.57; Dor. dat. Πᾱνίτιδι cj. Mein. for -άτιδι in AP6.289 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
πηνῖτις: -ιδος, ἡ ὑφάντρια, δηλ. ἡ Ἀθηνᾶ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 57 Δωρ. πανίτιδα ἐν Ἀνθ. Π. 6. 289, ― ἔνθα κακῶς πανάτιδι.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
tisseuse (Athéna).
Étymologie: πήνη.