πλαγιομάγαδις
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
πλαγιομάγαδις: ἡ, πλαγία μάγαδις, κατὰ διόρθωσιν Meineke ἀντὶ παλαιομάγαδις, ἐν Ἀθην. δειπνοσ. σ. 182d.