πλυντήριος
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ον,
A of or for washing: Πλυντήρια (sc. ἱερά), τά, a festival at Athens (on the 25th Thargelion), in which the clothes of Athena's statue were washed, IG12.842, X.HG1.4.12, Lycurg.Fr.44, Plu.Alc.34, Phot.s.v.καλλυντήρια.
German (Pape)
[Seite 639] zum Waschen, Reinigen gehörig, geschickt; davon τὰ πλυντήρια, sc. ἱερά, ein Reinigungsfest der Athene, nach Andern der Aglauros, Kekrops' Tochter, in Athen gefeiert, Xen. Hell. 1, 4, 12, Plut. Alc. 34 u. Hesych., am 25. Thargelion.
Greek (Liddell-Scott)
πλυντήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλύσιν· Πλυντήρια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἑορτὴ ἐν Ἀθήναις (ἀγομένη τῇ 25ῃ τοῦ Θαργηλιῶνος), καθ’ ἣν τὰ ἐνδύματα τοῦ ἀγάλματος τῆς Ἀθηνᾶς ἐπλύνοντο, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ., Πλουτ. Ἀλκιβ. 34, Φώτ.· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 69. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλυντήρια· ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ἣν ἐπὶ τῇ Ἀγλαύρου τῆς Κέκροπος θυγατρὸς τιμῇ ἄγουσιν».