πολυγενής
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ές, (γένος)
A of many families, Poll.9.21; π. τὸν Δία προσηγόρευσεν PMich. in Class.Phil.22.9.
German (Pape)
[Seite 660] ές, von vielen, vielerlei Geschlechtern; Poll. 6, 171; Schol. Il. 2, 804.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ πολλῶν οἰκογενειῶν ἀποτελούμενος, Πολυδ. Ϛ΄, 171, Θ΄, 21.