πολύριζος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ον,
A = πολύρριζος, ἀσφόδελος Epigr.Gr.1135 (Naples, vase).
Greek (Liddell-Scott)
πολύριζος: -ον, ἀντὶ πολύρριζος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1135.