ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
πούς (Lacon.), Hsch. πορδᾰκός,
A v. παρδακός.
πόρ: «πούς· Λάκωνες» Ἡσύχ.