προσαναπαύω

Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A cause to rest also or beside, τὴν δύναμιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας Plb.4.73.3; τὴν χεῖρα τῇ γαστρί τινος J.AJ 20.2.1.    II Med. or Pass., sleep beside, τῇ γυναικί Nicostr. ap. Stob. 4.23.65.    2 rest by leaning upon, δένδροις Str.16.4.10; τοῖς θυρεοῖς Plu.Sull.28; rest upon, Sor.1.7,100; of a shipwrecked sailor, cling to a plank, Favorin.in PVat.11.23.36.    3 of words in a sentence, to be otiose, D.H.Dem.40.    4 rely on, τεχνίῳ, τέχνῃ, M.Ant.4.31, S.E.M.11.178; τινι J.AJ6.14.3, Marcellin.Puls.227.    5 find relief in the society of, [φίλῳ] Arr.Epict.3.13.2; also, find rest in, τῇ σοφίᾳ LXX Wi.8.16.

German (Pape)

[Seite 749] (s. παύω), dabei, daran ruhen lassen, Pol. 4, 73, 3; med., dabei, daran ruhen, Sp., wie Plut. Sull. 28.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναπαύω: κάμνω προσέτι νὰ ἀναπαυθῇ τι, ἅμα δὲ καὶ τὴν λοιπὴν προσαναπαύσας δύναμιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας Πολύβ. 4. 73, 3, κτλ. ΙΙ. Μέσ., ἢ παθ., ἀναπαύομαι, κοιμῶμαι πλησίον, τῇ γυναικὶ Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 447. 41· τοῖς θυρεοῖς Πλουτ. Σύλλ. 28. 2) ἐπὶ λέξεων ἐντὸς προτάσεως ἢ περιόδου, οὔτ’ ἀναγκαίων οὔτε χρησίμων ἴσως, ἀλλὰ δεσμοῦ τινος χάριν κειμένων πλησίον ἄλλων λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. 3) συναινῶ, συγκατανεύω εἴς τι, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 3, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 4. 31.