συγκατανεύω
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
agree, consent to, τοῖς λεγομένοις Plb.3.52.6, etc.; ἐκείνῳ ἅπαντα -ένευον agreed with him at every point, Id.7.4.9, cf. 30.1.9: abs., AP5.286.8 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 965] mit oder zugleich bewilligen, Beifall nicken; Agath. 21 (V, 287); τοῖς λεγομένοις, Pol. 3, 52, 6; ἐκείνῳ ἅπαντα συγκατένευον, 7, 4, 9.
French (Bailly abrégé)
donner son assentiment à, τινι.
Étymologie: σύν, κατανεύω.
Russian (Dvoretsky)
συγκατανεύω:
1 давать знак согласия (ὄμματι Anth.);
2 соглашаться (τοῖς λεγομένοις Polyb.): σ. τινὶ ἅπαντα Polyb. соглашаться с кем-л. во всем.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατανεύω: συναινῶ, συμφωνῶ εἴς τι, τοῖς λεγομένοις Πολύβ. 3. 52, 6, κτλ.· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 5. 287. 2) παρέχω, χορηγῶ, παραχωρῶ συγχρόνως, τινί τι Πολύβ. 7. 4, 9.
Greek Monolingual
ΝΜΑ κατανεύω
συμφωνώ σε κάτι, συναινώ, συγκατατίθεμαι (α. «συγκατανεύει σε καθετί που του λένε» β. «συγκατένευσε τοῖς λεγομένοις», Πολ.)
αρχ.
παρέχω συγχρόνως, παραχωρώ ταυτοχρόνως.
Greek Monotonic
συγκατανεύω: μέλ. -σω, συναινώ, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ σε κάτι, τινί, σε Πολύβ.