προσκυνήσιμος

From LSJ
Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

German (Pape)

[Seite 771] verehrungs-, anbetungswürdig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκῠνήσιμος: -ον, προσκυνήσιμος ἡμέρα τοῦ τιμίου σταυροῦ, καθ’ ἣν πρέπει νὰ προσκυνήσωμεν τὸν τίμιον σταυρόν, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 877. 41.