Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Full diacritics: προωνύμιον | Medium diacritics: προωνύμιον | Low diacritics: προωνύμιον | Capitals: ΠΡΟΩΝΥΜΙΟΝ |
Transliteration A: proōnýmion | Transliteration B: proōnymion | Transliteration C: proonymion | Beta Code: prownu/mion |
[ῠ], τό, (ὄνομα) = Lat.
A praenomen, Gloss.
[Seite 801] τό, Vorname, Sp.
προωνύμιον: τό, (ὄνομα) τὸ τῶν Ρωμαίων praenomen, δηλ. τὸ πρῶτον (τὸ κύριον) ὄνομα, ὅπερ παρὰ Ρωμαίοις δὲν ἐγράφετο ὁλόκληρον, ὡς π.χ. Gn. Pompeio Γναίῳ Πομπηίῳ, Γλωσσ.