πυκνωτικός
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ή, όν,
A serving to close the pores, δύναμις π. τῶν σωμάτων Dsc.3.22, cf. Sor.1.50, Aret.CA2.1; ψυχροί τε καὶ π., of N. winds, bracing, Ptol.Tetr.30.
German (Pape)
[Seite 816] dicht od. fest machend, φάρμακα, die die Oeffnungen der Haut verschließen oder erschlaffte Theile stärken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνωτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς πύκνωσιν ἤτοι συστολὴν τῶν πόρων τοῦ σώματος, δύναμις π. τῶν σωμάτων Διοσκ. 3. 25, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1· ψυχροί τε καὶ π., ἐπὶ βορείων ἀνέμων, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 30. 11.