εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
Full diacritics: πυρσόκορσος | Medium diacritics: πυρσόκορσος | Low diacritics: πυρσόκορσος | Capitals: ΠΥΡΣΟΚΟΡΣΟΣ |
Transliteration A: pyrsókorsos | Transliteration B: pyrsokorsos | Transliteration C: pyrsokorsos | Beta Code: purso/korsos |
ον,
A red-maned, λέων A.Fr.110.
[Seite 825] = Vorigem, λέων, Aesch. frg. 97.
πυρσόκορσος: -ον, = τῷ προηγ., π. λέων, ξανθοχαίτης, ἔχων χαίτην ξανθήν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 111. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυρσοκόρσου λέοντος· πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».