ῥαιβοειδής

Revision as of 10:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A crooked-looking, Hp.Art.45, Mochl.1 (Sup.); cf. ῥοικοειδής.

German (Pape)

[Seite 832] ές, wie krumm, gebogen anzusehen, von krummer Art, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ῥαιβόν, στρεβλός, στραβός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. ῥοικοειδής.