σαρκελάφεια
From LSJ
Full diacritics: σαρκελάφεια | Medium diacritics: σαρκελάφεια | Low diacritics: σαρκελάφεια | Capitals: ΣΑΡΚΕΛΑΦΕΙΑ |
Transliteration A: sarkelápheia | Transliteration B: sarkelapheia | Transliteration C: sarkelafeia | Beta Code: sarkela/feia |
[λᾰ] (sc. σῦκα), τά,
A venison-figs, a kind so called, Ath.3.78a.
[Seite 863] σῦκα, eine Feigenart, Ath. III, 78 a, wie Hirschfleisch (?).
σαρκελάφεια: (ἐξυπακ. σῦκα) τά, εἶδος σύκων οἱονεὶ ὁμοίων πρὸς σάρκας ἐλάφου, Ἀθήν. 78Α.