σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
[Seite 900] von, mit hartem, festem Boden, von, mit harter Erde, Sp.
σκληρόγεως: -ων, ὁ ἔχων σκληρὰν γῆν, σκληρὸν ἔδαφος, χῶμα· ἡ σκληρ. (ἐξυπακ. γῆ) Φίλων 2. 619.