σπάδιον
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dor. for στάδιον, IG4.561 (Argos), Hsch., EM743.25, Greg.Cor.p.364S.
Greek (Liddell-Scott)
σπάδιον: τό, Δωρ. ἀντὶ τοῦ στάδιον (πρβλ. Λατ. spatium), Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 17· πρβλ. Ahr. D. D. σ. 109, Ἡσύχ.