σταλάγμιον
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
τό, Dim. of στάλαγμα: in pl.,
A ear-drops, ear-rings, Plaut.Men.542.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰλάγμιον: τό, ὑπόκορ. τοῦ σάλαγμα, ἐν τῷ πληθ., ἐνώτια, παρὰ Πλαύτ. Men. 3. 3, 18.