στηρικτής
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A gloss on λίθον εὐναστῆρα, Sch.Opp.H.3.373.
Greek (Liddell-Scott)
στηρικτής: -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.