Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύρακας

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

ο / στύραξ, -ακος, ΝΑ, και λόγιος τ. στύραξ Ν και θηλ. στύραξ, ἡ, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην οικογένεια στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες κόμμι
αρχ.
(ως αρσ.) ευώδες ρητινώδες κόμμι το οποίο χρησιμεύει ως θυμίαμα μόνο του ή και αναμεμιγμένο με άλλα υλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, το οποίο απαντά και σε άλλους σχετικούς όρους (πρβλ. δόν-αξ, ὄμφ-αξ, σμῖλ-αξ). Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. σημιτικής προέλευσης, αφού η ρητίνη του δένδρου αυτού έγινε γνωστή στους Έλληνες από τους Φοίνικες, η σύνδεση, όμως, με το εβρ. sorī «ρητίνη ορισμένων δέντρων» δεν θεωρείται πιθανή].