συνεπιπλέω
From LSJ
English (LSJ)
A join in a naval expedition, D.50.59.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιπλέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιπλέω ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.
Full diacritics: συνεπιπλέω | Medium diacritics: συνεπιπλέω | Low diacritics: συνεπιπλέω | Capitals: ΣΥΝΕΠΙΠΛΕΩ |
Transliteration A: synepipléō | Transliteration B: synepipleō | Transliteration C: synepipleo | Beta Code: sunepiple/w |
A join in a naval expedition, D.50.59.
συνεπιπλέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιπλέω ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.