συγγενέτειρα

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ἡ, (cf. γενέτης)

   A parent, mother, Id.El.746 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 961] ἡ, tem. zu συγγενέτης, Miterzeugerinn, Eur. El. 746.

Greek (Liddell-Scott)

συγγενέτειρα: ἡ, (πρβλ. γενέτης) συγγενὴς γυνή, Εὐρ. Ἠλ. 746.

Greek Monolingual

ἡ, Α
κοινή μητέρα («κλεινῶν συγγενέτειρ' ἀδελφῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γενέτειρα «μητέρα»].