συγγενέτειρα

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγενέτειρα Medium diacritics: συγγενέτειρα Low diacritics: συγγενέτειρα Capitals: ΣΥΓΓΕΝΕΤΕΙΡΑ
Transliteration A: syngenéteira Transliteration B: syngeneteira Transliteration C: syggeneteira Beta Code: suggene/teira

English (LSJ)

ἡ, (cf. γενέτης) parent, mother, Id.El.746 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 961] ἡ, tem. zu συγγενέτης, Miterzeugerinn, Eur. El. 746.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγενέτειρα -ας, ἡ [συγγενής] mede-verwekster; verwant:. κλεινῶν συγγενέτειρ’ ἀδελφῶν zuster van vermaarde broers (van Clytaemnestra, de zuster van de Dioscuren) Eur. El. 746.

Russian (Dvoretsky)

συγγενέτειρα:родительница (κλεινῶν ἀδελφῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συγγενέτειρα: ἡ, (πρβλ. γενέτης) συγγενὴς γυνή, Εὐρ. Ἠλ. 746.

Greek Monolingual

ἡ, Α
κοινή μητέρα («κλεινῶν συγγενέτειρ' ἀδελφῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γενέτειρα «μητέρα»].